Tuesday, December 27, 2016

18 ερωτήσεις και συνοπτικές απαντήσεις για τα θέματα της επανένωσης

Αριστερή Κίνηση – Θέλουμε Ομοσπονδία
22/12/2016

 https://omospondia.net/erwthseis-apanthseis-gia-thn-ddo

Mορφή Κράτους


1.      Γιατί η επανένωση δεν μπορεί να γίνει στη βάση του ενιαίου κράτους;

            Το πολιτειακό σύστημα της κάθε χώρας καθορίζεται από τις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες της δημιουργίας του. Στην Κύπρο, η γένεση και εξέλιξη δύο αντικρουόμενων εθνικισμών, ελληνικού και τουρκικού, κυρίως κατά το τέλος της αποικιοκρατίας, δεν επέτρεψε τη συγκρότηση κοινού οράματος για την ανεξαρτησία της χώρας. Αντίθετα, συνέδραμε, μαζί με άλλους παράγοντες, στην τελική κατάρρευση του κράτους, αφού αυτό χρησιμοποιήθηκε σαν εργαλείο για την επίτευξη εθνικών-εθνικιστικών στόχων (ένωση και διχοτόμηση αντίστοιχα) με έντονες συγκρουσιακές λογικές. Μετά το 1964 και κυρίως μετά το 1974 οι δύο κοινότητες ακολούθησαν ξεχωριστές πορείες και έζησαν απολύτως διαχωρισμένες. Το αίτημα για ενιαίο κράτος σήμερα είναι ως εκ τούτου ανεδαφικό. Επιπλέον,  προσφέρει κάλυψη σε ε/κ εθνικιστικές επιδιώξεις, που ονειρεύονται ένα ηγεμονικό ρόλο της πλειοψηφούσας κοινότητας και υποβάθμιση της μειοψηφούσας κοινότητας σε διακοσμητικό στοιχείο.

2.      Γιατί πρέπει να επιδιώκουμε Ομοσπονδία;
            Μέσα από την ομοσπονδία πετυχαίνουμε ένα ισοζύγιο, όπου από τη μια έχουμε τόση αυτονομία της κάθε κοινότητας ώστε να μπορεί να διαχειρίζεται τις δικές της υποθέσεις μέσα σε συνθήκες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα διατηρούνται τέτοιες κοινές κεντρικές αρμοδιότητες ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα και η κρατική υπόσταση της χώρας. Ο σεβασμός και η καθιέρωση ισότιμου δικαιώματος της κάθε κοινότητας να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της κοινής μας πατρίδας αποτελεί τη μοναδική συνταγή που θεμελιώνει συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης και προόδου για ολόκληρο τον κυπριακό λαό.
            Σε αντίθεση με το ενιαίο κράτος, όπου κυριαρχεί η αρχή «ένας άνθρωπος μια ψήφος», η ομοσπονδία καθοδηγουμένη από τις αρχές της συναίνεσης και της σύνθεσης, διαθέτει μηχανισμούς ισότιμης συμμετοχής στα κεντρικά ομοσπονδιακά όργανα με τρόπο που αναχαιτίζεται η λογική όπου μια πλειοψηφούσα κοινότητα ασκεί ηγεμονικό ρόλο παρακάμπτοντας τη θέληση των άλλων κοινοτήτων και μειονοτήτων. Σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα δίνεται η ίδια βαρύτητα και αξία μεταξύ ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και η εφαρμογή του κάθε δικαιώματος δεν αναιρεί το άλλο. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ενότητα της χώρας μέσα σε συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης και αλληλοσεβασμού.

3.      Τι είναι η ομοσπονδία;

            Ομοσπονδία είναι μια μορφή πολιτειακού συστήματος όπου ένα κράτος, το «ομόσπονδο κράτος», αποτελείται από τουλάχιστον δύο συστατικά μέρη (πολιτείες ή κρατίδια), τα οποία έχουν ευρεία αυτονομία με δικό τους σύνταγμα, κυβέρνηση, βουλή και δικαστήρια. Οι εξουσίες που έχουν αφορούν κύρια την καθημερινότητα των πολιτών (παιδεία, υγεία, κοινωνικές παροχές, κτηματολόγιο κ.λπ.). Από την άλλη, οι εξουσίες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης εκφράζουν και εξασφαλίζουν την κυριαρχία και ενότητα της χώρας και αφορούν αρμοδιότητες όπως οι εξωτερικές σχέσεις, άμυνα, ασφάλεια, έμμεση φορολογία, έλεγχος των σημείων εισόδου της χώρας, μεταναστευτική πολιτική, έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας κ.λπ. Σε όλες τις ομοσπονδίες υπάρχει ιεραρχική υπεροχή του κεντρικού ομοσπονδιακού συντάγματος έναντι των συνταγμάτων των πολιτειών. http://www.mcw.gov.cy/mcw/dec/dec.nsf/All/D7F4036C3BCDB90CC2257705004BFFE0/$file/pdfomospondia.pdf?OpenElement

4.   Γιατί πρέπει να υπάρχουν δυο κρατίδια/ζώνες αφού πρόκειται για επανένωση;
            Πρόκειται για επανένωση, γιατί θα θέσει τα θεμέλια να ξεπεραστεί η υπάρχουσα κατάσταση διαχωρισμού. Η διζωνικότητα είναι η μορφή της ομοσπονδίας την οποία οι δυο κοινότητες αποφάσισαν να υιοθετήσουν από το 1977 ως την καλύτερη υπό τις περιστάσεις λύση για την επανένωση της χώρας και του λαού, μετά τον διαχωρισμό της περιόδου 1963-1974. Ήδη από πριν το 1974 συζητούνταν η ομοσπονδία στη βάση περιφερειών και ενισχυμένης τοπικής αυτοδιοίκησης στη λογική σύνδεσης της κάθε κοινότητας με τη διοίκηση συγκεκριμένου εδάφους. Μετά τους πιο μαζικούς εκτοπισμούς και ανταλλαγές πληθυσμών το 1974-75 και τον απόλυτο διαχωρισμό των κοινοτήτων που ακολούθησε, η διζωνικότητα υιοθετήθηκε έτσι ώστε οι δυο κοινότητες να έχουν υπό τη διοίκηση τους από μια περιφέρεια.
            Οι δυο περιφέρειες ή ζώνες δεν θα έχουν σύνορα μεταξύ τους και οι τέσσερις βασικές ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης, ιδιοκτησίας και εργασίας θα ισχύουν από την πρώτη στιγμή. Η διαφοροποίηση από τη μια ζώνη στην άλλη θα αφορά μόνο θέματα δημόσιας διοίκησης. Αυτό συμφωνήθηκε από το 1977 για να διατηρηθεί η διοίκηση του τ/κ κρατιδίου στην τ/κ κοινότητα και αντίστοιχα του ε/κ στην ε/κ κοινότητα, έτσι ώστε να μην μπορεί αυτό να ανατραπεί μέσα από τις όποιες μελλοντικές μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού. Όλοι οι Ε/κ μόνιμοι κάτοικοι του τ/κ κρατιδίου θα ψηφίζουν εκεί στις ομοσπονδιακές και στις δημοτικές εκλογές. Αναφορικά με τις εκλογές για τη διοίκηση των κρατιδίων, πέραν ενός ποσοστού, θα υπάρχει το καθεστώς του ετεροδημότη με βάση το οποίο οι πολίτες αυτοί θα ψηφίζουν στο κρατίδιο της κοινότητάς τους αντί της μόνιμης διαμονής τους.
            Η διζωνικότητα απαντά στις ανησυχίες για την ασφάλεια των Κυπρίων, ιδιαίτερα των Τ/κ ως της μικρότερης αριθμητικά κοινότητας, μεγάλο μέρος της οποίας έζησε αποκλεισμένο σε μικροσκοπικούς θύλακες την περίοδο 1963-74. Η σύνδεση της διοίκησης μιας περιοχής με μια κοινότητα επιτρέπει τη συνύπαρξη και τη συνεργασία για αυτούς που την επιθυμούν και θέλουν να ζήσουν ή και να εργαστούν στο κρατίδιο της άλλης κοινότητας, χωρίς όμως να την επιβάλλει σε αυτούς που δεν την επιθυμούν.

5.      Είναι τόσο «μοναδικό» το πολίτευμα ομοσπονδίας το οποίο προτείνεται στην περίπτωση της Κύπρου;
            Το 56% του πληθυσμού της γης ζει κάτω από μιας μορφής ομοσπονδιακό σύστημα. Αν και υπάρχουν βασικά κοινά χαρακτηριστικά, όπως άνω και κάτω ομοσπονδιακή βουλή, ισότιμη ή αποφασιστική συμμετοχή των συνιστωσών πολιτειών στα κεντρικά ομοσπονδιακά όργανα, κανένα ομοσπονδιακό σύστημα δεν είναι το ίδιο με το άλλο. Η κάθε χώρα θεώρησε αναγκαία την εξέλιξή της σε ομοσπονδία κάτω από ειδικές συνθήκες που έχουν να κάνουν με παραμέτρους όπως η ιστορική πορεία, η εθνοτική σύνθεση και οι σχέσεις μεταξύ διαφόρων εθνοτήτων, κοινωνικοί - οικονομικοί παράγοντες κ.ά. Αξίζει να τονιστεί ότι ακόμη και φιλοσοφικοί - πολιτικοί προβληματισμοί έχουν καθορίσει σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη του ομοσπονδιακού μοντέλου. Ήδη από τον 19ο αιώνα διάφοροι στοχαστές αναφέρονταν στην τυραννία της πλειοψηφίας και συνηγορούσαν στην ομοσπονδιακή λογική, όπου η μειοψηφία θα είχε δικαίωμα σε ένα ισότιμο λόγο και ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Συνεπώς, ο όρος ομοσπονδία είναι κατά βάση ένας πολυδιάστατος όρος που δεν ακολουθεί προδιαγραμμένους κανόνες.
            Η Κύπρος είναι η κατεξοχήν χώρα όπου η αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ομόσπονδου κράτους πηγάζει από την ίδια την ιστορία της. Οι προσπάθειες της ηγεσίας της πλειοψηφούσας εθνικής κοινότητας να επιβάλει ακόμη και με τη βία την ηγεμονία της, αποκλείοντας τη μειοψηφούσα κοινότητα από όλες τις συμμετοχικές διαδικασίες, ενθάρρυναν περαιτέρω την ανάπτυξη του εθνικισμού της τελευταίας με αποτέλεσμα τη διαίρεση της χώρας μας. Μέσα σ’ αυτό τον μισό αιώνα διαχωρισμού οι δυο κοινότητες δημιούργησαν αναγκαστικά διαφορετικές δομές αυτοδιοίκησης με την ανάλογη κουλτούρα αυτοκυβέρνησης. Αν, λοιπόν, ο στόχος είναι να πετύχουμε μια ενωμένη πατρίδα, η ιστορική μας πραγματικότητα μάς οδηγεί σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης όπου η ενότητα του κράτους διασφαλίζεται μέσα από το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αυτός ο σεβασμός εκφράζεται με τις αρχές της ισοτιμίας και της αποτελεσματικής συμμετοχής όλων των κοινοτήτων στη διακυβέρνηση της χώρας.

6.      Γιατί να υπάρχει πολιτική ισότητα των κοινοτήτων; Γιατί να εξισωθεί η πλειοψηφία με τη μειοψηφία;

             Η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων είναι συνυφασμένη με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Η επίσημη αποδοχή από την ε/κ κοινότητα της πολιτικής ισότητας χρονολογείται από το 1957-58, όταν άρχισε να συζητείται η κυπριακή ανεξαρτησία, ενώ από το 1959 υπάρχει στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας (Κ.Δ.), την οποία και πολιτικά και νομικά ίδρυσαν οι Ε/κ και οι Τ/κ ως δυο ισότιμες κοινότητες. Η  πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων εκφράζεται στο Σύνταγμα της Κ.Δ. με τις διπλές θέσεις σε όλα τα σημαντικά αξιώματα, περιλαμβανομένης της εκτελεστικής εξουσίας με το βέτο του Τ/κ αντιπροέδρου. Από το 1964, μετά την αποχώρηση/εκδίωξη της τ/κ κοινότητας από την Κ.Δ., η πολιτική ισότητα επαναβεβαιώνεται από τη διεθνή κοινότητα ως κεντρικό συστατικό της επιδιωκόμενης λύσης και υιοθετείται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

            Οι Τ/κ είναι, λοιπόν, μειοψηφία με πληθυσμιακούς/δημογραφικούς όρους αλλά όχι «μειονότητα», όρος που παραπέμπει αποκλειστικά σε ζητήματα πολιτιστικής αυτονομίας. Οι Τ/κ είναι κοινότητα, πολιτικά ισότιμη με την ε/κ, και αυτό εκφράζεται με τις διάφορες ποσοστώσεις για συμμετοχή τους σε θέσεις σε δημόσια σώματα και υπηρεσίες. Αυτό σημαίνει και σήμερα ό,τι σήμαινε και το 1960: την αναγκαιότητα της συναίνεσης και συμμετοχής της τ/κ κοινότητας στη λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων. Ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να αποφασίζει η ε/κ κοινότητα αγνοώντας την τ/κ και ότι χρειάζεται συμμετοχή από πολιτικές δυνάμεις και στις δυο κοινότητες για να παρθούν αποφάσεις. Άρα, θα χρειάζεται διακοινοτική συναίνεση στη βάση πολιτικών κριτηρίων. Αυτό είναι απαραίτητο και λόγω του μεγάλου μεγέθους της τ/κ μειοψηφίας και λόγω της ιστορίας της δια-κοινοτικής σύγκρουσης. Να μην μπορεί κάποια συγκυριακή ε/κ πλειοψηφία π.χ. να αποφασίζει ερήμην και σε βάρος της τ/κ κοινότητας.

7.      Δεν είναι ρατσιστικό να διαχωρίζονται τα πολιτικά δικαιώματα των ατόμων στη βάση της κοινότητας από την οποία προέρχονται;

             Όχι, δεν είναι ρατσιστικό. Ρατσιστικός διαχωρισμός και στέρηση δικαιωμάτων υπάρχει σήμερα στις συνθήκες της διχοτόμησης και στις δυο πλευρές με διαφορετικό όμως τρόπο. Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή της λύσης οι τέσσερις βασικές ελευθερίες διακίνησης, εγκατάστασης, ιδιοκτησίας και εργασίας θα ισχύουν για όλους. Η αναγνώριση μιας κοινότητας που μειοψηφεί αριθμητικά ως πολιτικής οντότητας προστατεύει τα δικαιώματα των μελών της και δεν τα αφήνει στο έλεος της πλειοψηφούσας κοινότητας. Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν έχει προϋπάρξει μια περίοδος διακοινοτικής βίας και ένα μεγάλο διάστημα παρατεταμένης εκεχειρίας και πληθυσμιακού διαχωρισμού. Η κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινότητας είναι σύνηθες φαινόμενο και ισχύει στις πλείστες χώρες ο πληθυσμός των οποίων αποτελείται από ιστορικά διαμορφωμένες εθνοτικές κοινότητες. Η αντίληψη για την «εθνοτική τυφλότητα» του νόμου είναι ένα ξεπερασμένο ιδεολόγημα, που χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή των πλειοψηφιών στις μειοψηφίες. Η σχετική αντίληψη αδυνατεί να εκφράσει την πολλαπλότητα των δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών/κοινοτικών, και να σεβαστεί το διαφορετικό και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί την ισοτιμία απέναντι στις διάφορες μορφές ρατσισμού.
            Η σύνδεση πολιτικών δικαιωμάτων με την κοινότητα προέλευσης δεν είναι από μόνη της ούτε άδικη ούτε προβληματική. Η σύνδεση είναι προβληματική μόνο όταν στηρίζεται στη βάση της ανισότητας και επιτρέπει σε ένα τμήμα του πληθυσμού να μονοπωλεί την εξουσία ή τους πόρους μιας χώρας. Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου, διαχρονικά αυτή η σύνδεση γίνεται στη βάση της ισότητας και σκοπό έχει να εμποδίσει την περιθωριοποίηση της μειοψηφούσας κοινότητας και τον αποκλεισμό της από την εξουσία. Σήμερα, με βάση τη διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο που έχει αποφασιστεί, αίρεται ένας πολιτικός διαχωρισμός του συντάγματος του 1960, που προέβλεπε πλήρως διαχωρισμένες πολιτικές διαδικασίες στις δυο κοινότητες και συνεργασία μόνο σε επίπεδο κορυφής. Το μοντέλο διακυβέρνησης της επανενωμένης Κύπρου θα σέβεται τη διαφορετικότητα και ταυτόχρονα θα επιτρέπει την κοινή πολιτική έκφραση, θα διασφαλίζει την αυτονομία αλλά και θα επιτρέπει την συνύπαρξη και συνεργασία των κοινοτήτων σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

8.      Γιατί δεν μπορούν να πάρουν όλοι τα σπίτια και τις περιουσίες τους πίσω με τη λύση;

            Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία είναι κατοχυρωμένο ανθρώπινο δικαίωμα, αναγνωρίζεται και θα ισχύει κανονικά από την πρώτη μέρα της λύσης. Ωστόσο, δεν υπερισχύει του δημόσιου συμφέροντος. Αντίθετα, μπορεί να περιοριστεί για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος π.χ. με απαλλοτριώσεις. Αυτό που θα τύχει ρύθμισης με τη λύση του Κυπριακού αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων μετά τη μαζική καταπάτηση αυτού του δικαιώματος και στις δυο κοινότητες λόγω των συγκρούσεων του 1963-67 και της εισβολής του 1974. Δεν μπορεί να γίνει απόλυτη αποκατάσταση της τάξης πραγμάτων που ίσχυε το 1974 ή το 1963 για μια σειρά από λόγους ιστορικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς κ.λπ. Τη δεκαετία του 1960 οι περισσότεροι ζούσαν σε χωριά. Σήμερα, μετά από τον πόλεμο του 1974 και τέσσερις δεκαετίες αστικοποίησης, ελάχιστοι ζουν πλέον σε χωριά. Δεν είναι λογικό να αναμένεται να μετεγκατασταθούν σήμερα παιδιά Τ/κ εκτοπισμένων που μεγάλωσαν στην Κερύνεια σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Πάφου, όπως δεν είναι λογικό να αναμένεται να μετεγκατασταθούν σήμερα παιδιά Ε/κ εκτοπισμένων που μεγάλωσαν στη Λεμεσό σε ένα χωριό στη μέση της Μεσαορίας. Η οικονομική πτυχή της ιδιοκτησίας είναι κάτι διαφορετικό.
            Εκεί που τίθεται ή μπορεί να τεθεί θέμα επιστροφής/μετεγκατάστασης είναι στις πόλεις, στα μεγάλα χωριά και στα χωριά που γειτνιάζουν με αστικά κέντρα. Στις περιοχές, οι οποίες θα τύχουν αναπροσαρμογής και από κατεχόμενες σήμερα θα γίνουν μέρος του ε/κ κρατιδίου, θα υπάρξει επιστροφή των περιουσιών στους Ε/κ ιδιοκτήτες και θα γίνει μετεγκατάσταση των Τ/κ. Και στις δυο πλευρές όλες οι αχρησιμοποίητες σήμερα περιουσίες θα επιστραφούν άμεσα. Για περιουσίες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και στις δυο πλευρές για δημόσια έργα, π.χ. δρόμους, σχολεία, αεροδρόμια (π.χ. το αεροδρόμιο Λάρνακας), ή στις οποίες έχουν γίνει τεράστιες ιδιωτικές αναπτύξεις (π.χ. παραλιακό μέτωπο Κερύνειας και Λάρνακας) θα υπάρξει αποζημίωση των ιδιοκτητών ή ανταλλαγή.
            Εκεί όπου υπάρχουν Ε/κ που διαμένουν σε τ/κ σπίτια ή σε σπίτια χτισμένα σε τ/κ γη και αντίστοιχα Τ/κ που διαμένουν σε ε/κ σπίτια ή σε σπίτια χτισμένα σε ε/κ γη, θα υπάρξουν όπου είναι εφικτό συναινετικές ρυθμίσεις, έτσι ώστε να αποφευχθούν μαζικές μετακινήσεις ανθρώπων και από τις δυο κοινότητες. Σε όσες από αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρξει συναίνεση, δηλαδή αν ο ιδιοκτήτης δεν προτιμήσει π.χ. αποζημίωση ή αν ο χρήστης δεν επιλέξει να φύγει ή να κάνει ανταλλαγή, θα ακολουθηθεί μια διαδικασία ρύθμισης στη βάση διαφόρων κριτηρίων, σύμφωνα με τα οποία θα διαχωριστούν οι περιπτώσεις έτσι ώστε να βρεθούν λύσεις (πάντα στη βάση του τρίπτυχου επιστροφή, ανταλλαγή ή αποζημίωση) ανά περίπτωση. Γενικά, οι περιπτώσεις αυτές αφορούν μόνο ένα σχετικά μικρό μέρος των περιουσιών και σε κάθε περίπτωση η ρύθμιση που θα επιλεγεί θα αποκαθιστά την αδικία που υπέστησαν τα άτομα λαμβάνοντας υπόψη, όμως, και το κοινό συμφέρον της ειρήνης και της επανένωσης.

Τουρκία, γεωπολιτική και Status quo


9.      Η λύση θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Η.Π.Α. και του Ηνωμένου Βασιλείου; Γιατί οι ξένες δυνάμεις θέλουν να μας επιβάλουν λύση;

            Η.Π.Α. και Η.Β. είναι σε θέση να εξυπηρετούν τα στρατηγικά και γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή με ή χωρίς λύση του κυπριακού ζητήματος. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι μια ομαλοποίηση της κατάστασης, και λόγω των υδρογονανθράκων, που μπορεί όμως να επέλθει ακόμα και με την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού άλυτη. Το να λυθεί συνολικά το Κυπριακό θα ήταν καλύτερο και για την Ε.Ε. και για τις Η.Π.Α. και το Η.Β., καθότι οι ηγεσίες τους θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν και για σκοπούς ενίσχυσης της δημόσιας πολιτικής τους εικόνας. Σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτό το βαθμό, θεωρούμε ότι η λύση μπορεί να εξυπηρετεί και αυτές τις δυνάμεις περισσότερο από τη μη λύση. Όμως, παρά τις όποιες πιέσεις ασκούν έμμεσα προς αυτή την κατεύθυνση, οι ξένες δυνάμεις δεν είναι σε θέση να επιβάλουν λύση του Κυπριακού. Η όποια λύση χρειάζεται να μπορεί, όχι απλώς να αποτυπώσει μια διεθνή ισορροπία βασισμένη σε ένα συσχετισμό και να διαμορφώσει έτσι ένα νέο διεθνές πλαίσιο, αλλά και να γίνει αποδεκτή, να στηριχτεί και υλοποιηθεί στην πράξη επί του εδάφους από τους Κυπρίους.
            Η εμπειρία του 2002-2004, όταν οι Η.Π.Α. και το Η.Β. είχαν εμπλακεί ενεργά και όταν ο ΟΗΕ άσκησε ρόλο επιδιαιτησίας, προκάλεσε την αρνητική αντίδραση των Ε/κ και αυτό οδήγησε στη μετα-Ανάν εποχή στην υιοθέτηση της λογικής «λύση για τους Κύπριους από τους Κύπριους» ή διαφορετικά «λύση κυπριακής ιδιοκτησίας». Αυτό αποτυπώνεται στην απόφαση του Ο.Η.Ε. να μην δίνει εισηγήσεις και να μην καλύψει την απόσταση μεταξύ των δυο πλευρών σε καμία περίπτωση, έτσι ώστε οι ίδιοι οι ηγέτες να είναι υπεύθυνοι για την όποια συμφωνία ή τη μη συμφωνία και το ναυάγιο. Η λύση του Κυπριακού εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα των Κυπρίων αλλά και των λαών της ευρύτερης περιοχής. Μια λύση του Κυπριακού θα εξουδετερώσει κατ’ αρχήν μια πιθανή εστία κρίσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και μπορεί να ανοίξει τον δρόμο και για μια ειρηνική επίλυση των διαφορών τους. Ταυτόχρονα, ο τερματισμός μιας μακροχρόνιας διένεξης μπορεί να λειτουργήσει υποβοηθητικά και για την επίλυση άλλων συγκρούσεων σε χώρες της περιοχής.

10.  Γιατί δεν φεύγει άμεσα ο τουρκικός στρατός και οι τουρκικές εγγυήσεις; Γιατί χρειάζεται μεταβατική περίοδος;

            Η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, που είναι η ιδρυτική πράξη της Κ.Δ. συμπεριλαμβάνει και δυο άλλες Συνθήκες. Τη Συνθήκη Εγγυήσεως και τη Συνθήκη Συμμαχίας που εμπλέκουν την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) στο σύστημα εγγυήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις καταχράστηκαν βάναυσα τις πρόνοιες των συνθηκών (η Ελλάδα με το πραξικόπημα, η Τουρκία με τη στρατιωτική επέμβαση και τη συνεχιζόμενη κατοχή μέρους της Κύπρου και το Η.Β. που παρέμεινε απαθές), η κατάργηση τους, όχι μόνο προϋποθέτει την έγκριση αυτών των δυνάμεων, αλλά οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια εγκυμονεί κινδύνους από-αναγνώρισης της Κ.Δ., διότι είναι με αυτές τις Συνθήκες που η Κ.Δ. έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. Σίγουρα δεν νοείται λύση του Κυπριακού με το ίδιο σύστημα εγγυήσεων του 1960, αν και αυτό επαναβεβαιώθηκε και επανα-επικυρώθηκε το 2004 με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Μια λύση του Κυπριακού σήμερα προϋποθέτει ένα νέο σύστημα ασφάλειας, το οποίο όμως θα πρέπει να προκύψει ως προϊόν συμβιβασμού μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών.
            Μια άλλη διάσταση του προβλήματος αφορά το γεγονός ότι η τ/κ κοινότητα, ως η αριθμητικά μικρότερη και λόγω της πικρής εμπειρίας του εγκλεισμού της σε θύλακες την περίοδο 1963-1974, νιώθει ανασφαλής χωρίς την καθιέρωση ενός μεταβατικού χρονοδιαγράμματος. Ενός χρονοδιαγράμματος σταδιακής αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, που θα βασίζεται στην ολοκλήρωση όλων των εκκρεμοτήτων που θα επιτρέψουν την πλήρη και ομαλή λειτουργία των νέων ομοσπονδιακών δομών και των σχετικών ειδικών ρυθμίσεων (π.χ. επιστροφή εδαφών, μετεγκατάσταση, μέτρα συμφιλίωσης και επαναπροσέγγισης, καθιέρωση αποτελεσματικών μηχανισμών διασφάλισης της ειρηνικής συνύπαρξης κ.ά.). Άρα, όσον αφορά τις εγγυήσεις, η πορεία εξουδετέρωσής τους προϋποθέτει μια κοινή δράση μεταξύ των Ε/κ και Τ/κ και μια κοινή πορεία που μπορεί να ξεκινά, αλλά σίγουρα δεν τελειώνει, με τη συμφωνία και τα δημοψηφίσματα για την επανένωση. Αυτό που χρειάζεται να γίνει τώρα είναι να βρεθεί ένα κοινός παρονομαστής που να σέβεται τις ανησυχίες των Τ/κ αλλά και των Ε/κ. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ακύρωση ή εξουδετέρωση του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης στα πλαίσια μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας που θα συμφωνηθεί.
            Η διαδικασία αποχώρησης του τουρκικού στρατού θα αρχίσει άμεσα σε περίπτωση συμφωνίας για λύση του Κυπριακού. Η αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων θα πρέπει να είναι πλήρης και να ολοκληρωθεί στη βάση ενός κοινά αποδεκτού χρονοδιαγράμματος. Μόνο, όμως, με τη λύση-επανένωση μπορεί να διασφαλιστεί η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και να δημιουργηθούν συνθήκες διεκδίκησης πλήρους ανεξαρτησίας και κοινής δικοινοτικής διεκδίκησης αποχώρησης και των Βρετανικών Βάσεων. Αυτό που εγγυάται την εσαεί διατήρηση των εγγυήσεων ως έχουν τώρα και την παραμονή του τουρκικού στρατού είναι να παραμείνει το πρόβλημα μας άλυτο με διαιρεμένη την πατρίδα μας.

11.  Πώς θα διασφαλιστεί ότι η Τουρκία δεν θα συνεχίσει να ελέγχει το τ/κ κρατίδιο και μέσω αυτού να ασκεί επικυριαρχία στην Κύπρο;

            Η Τουρκία δεν θα εξαφανιστεί από τον χάρτη με τη λύση του Κυπριακού, ενώ χωρίς τη λύση του θα συνεχίσει να κατέχει τη μισή Κύπρο την οποία ενσωματώνει σταδιακά στην επικράτεια της. Μια λύση του Κυπριακού, όμως, αναμφίβολα θα μειώσει την επιρροή που έχει στην Κύπρο σε πολιτικό επίπεδο, καθώς θα αναδιατάξει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ Τουρκικού κράτους και τ/κ κοινότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε ειδικά μετά το 1963 και το 1974. Η άμεση πολιτική και δημοσιονομική εξάρτηση των Τ/κ από την Τουρκία θα τερματιστεί, ενώ σταδιακά, με την εμπέδωση του ομοσπονδιακού κράτους και το βίωμα της ειρηνικής συνύπαρξης των ανθρώπων από τις δυο κοινότητες, η κυπριακή οντότητα θα ενισχύεται μέσα από την ενδυνάμωση των δια-κοινοτικών σχέσεων σε καθημερινό αλλά και πολιτικό επίπεδο.
            Οι πολιτιστικοί δεσμοί Τ/κ και Τουρκίας θα παραμείνουν, όπως και αυτοί μεταξύ Ε/κ και Ελλάδας, καθώς και οι μεταξύ τους οικονομικές σχέσεις, οι οποίες όμως θα τεθούν σε διαφορετική βάση μέσα από τη νέα πολιτειακή δομή. Σε πολιτικό επίπεδο η επίλυση του Κυπριακού θα διαμορφώσει τους όρους για μια νέα σχέση συνεργασίας της Ενωμένης Κύπρου με την Τουρκία, που αποτελεί γεωγραφικά την πιο κοντινή γειτονική χώρα. Σε περίπτωση μη λύσης θα συνεχίσει η υφιστάμενη κατάσταση πολεμικής εκεχειρίας η οποία, με δεδομένη την αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και γεωπολιτικά, μόνο ανησυχίες μπορεί να προκαλεί για το πώς μπορεί να εξελιχθεί. Το ρίσκο της επιλογής της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία δεν θα παραμείνει η ίδια, φαίνεται να είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο μιας συμφωνημένης λύσης την οποία θα στηρίζει και η διεθνής κοινότητα.

12.  Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε όπως είμαστε;

            Η παρούσα κατάσταση δεν είναι τόσο «βιώσιμη» και «ειρηνική», όπως μπορεί να δείχνει στην επιφάνεια και προπαντός δεν είναι μόνιμη. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα ρευστό status quo, του οποίου η Τουρκία αποτελεί τον κύριο ρυθμιστή. Η Τουρκία, παρά τη σημαντική αντίσταση των Τ/κ, μπορεί να ανατρέψει άμεσα ή έμμεσα τα δεδομένα αυτής της «τάξης πραγμάτων» είτε σε επίπεδο ζητημάτων καθημερινότητας (βλ. αλλαγή ώρας), είτε σε ζητήματα «σημαντικά» (βλ. απειλές για προσάρτηση, οικονομική εξάρτηση, επιπτώσεις από μια πολιτειακή αλλαγή στην Τουρκία π.χ. πραξικόπημα κ.λπ.) προκαλώντας προβλήματα στις δύο κοινότητες. Όπως έδειξαν και πρόσφατα παραδείγματα, οι σχέσεις γενικότερα των «μητέρων πατρίδων» έχουν συνέπειες στο κυπριακό ζήτημα, αφού αυτό χρησιμοποιείται στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Γενικότερα, τα γεωπολιτικά αυτά παιχνίδια μεταφράζονται ποικιλοτρόπως στο κυπριακό πεδίο και ενώ κάποιοι αντιδρούν, άλλοι τα χρησιμοποιούν για εδραίωση και αναπαραγωγή εθνικιστικών ιδεολογιών και προσεγγίσεων.
            Το status quo είναι επισφαλές μπροστά σε τέτοια φαινόμενα, αφού δεν προσφέρει θεσμικές δικλείδες αναχαίτισής τους και επαφίεται στα αντανακλαστικά των ανθρώπων των δύο κοινοτήτων να προλάβουν τα χειρότερα. Επιπλέον, το περιβάλλον που συνιστά το «όπως είμαστε» περιλαμβάνει έναν πολυπληθή στρατό κατοχής, Εθνική Φρουρά, δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και νεκρές ζώνες. Οι ελευθερίες της μετακίνησης, εγκατάστασης καθώς και άλλα δικαιώματα δεν διασφαλίζονται σε όλη την επικράτεια της Κύπρου. Αντιθέτως, ισχύει ένα καθεστώς συνεχούς ελέγχου των πολιτών. Οι αδικίες, προκληθείσες από γεγονότα του παρελθόντος (π.χ. 1963-1974), δεν έχουν ούτε κατά προσέγγιση αντιμετωπισθεί. Εκτοπισθέντες, Ε/κ και Τ/κ, οι οποίοι επιθυμούν επιστροφή, δεν έχουν τέτοια ευκαιρία (τουλάχιστον θεσμοθετημένα). Τέλος, το status quo όπως διαμορφώθηκε μετά το 2003, επέτρεψε τη δημιουργία διακοινοτικών σχέσεων, επαφών και συνεργασιών σε διάφορα επίπεδα. Η συντήρησή του, όμως, εμποδίζει τέτοιες σχέσεις να αναπτυχθούν ελεύθερα και γενικότερα, επηρεάζει την ποιότητα της καθημερινής και συλλογικής ζωής των κατοίκων του νησιού ένθεν και ένθεν των οδοφραγμάτων.

13.  Γιατί να ρισκάρουμε με μια λύση;

            Το ρίσκο που παίρνουμε επιλέγοντας ουσιαστικά το status quo υπό τις δεδομένες συνθήκες είναι μεγαλύτερο από το ρίσκο που εμπεριέχει η επιλογή μιας συμφωνημένης λύσης, στηριζόμενης από τη διεθνή κοινότητα. Ναι, η λύση εμπεριέχει ρίσκο το οποίο, ωστόσο, με αποφασιστικότητα και όραμα για το παρόν και το μέλλον πρέπει να πάρουμε, γιατί μόνο η λύση διανοίγει μια πραγματική προοπτική για κατάσταση ειρήνης στην Κύπρο. Από την άλλη, επιλέγοντας τη μη λύση δεν αποφεύγουμε το ρίσκο. Αντιθέτως, ρισκάρουμε εμβάθυνση της διχοτόμησης μέσω της ενδεχόμενης συγκρότησης ενός καινούριου status quo, το οποίο θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό οι γεωπολιτικές εξελίξεις, δηλαδή οι ευρύτεροι στόχοι των κυρίαρχων κρατών στην περιοχή.

Οικονομία, ανάπτυξη και επανένωση


14.  Θα είναι οικονομικά βιώσιμο το ενωμένο ομόσπονδο κράτος;

            Η δημιουργία ενός επανενωμένου ομόσπονδου κράτους εκτός από κόστος θα έχει και άμεσο όφελος, πέραν από τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα οφέλη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας θα αυξηθούν οδηγώντας σε μείωση της ανεργίας και επαναπατρισμό Κυπρίων εργαζομένων που μετανάστευσαν. Η πλήρης αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού θα μπορεί να αρχίσει πολύ σύντομα με την έναρξη των εργασιών κατασκευής υποδομών, ιδιαίτερα στις περιοχές που θα υπάρξουν μετακινήσεις πληθυσμών. Το ενωμένο κράτος δεν καταργεί μόνο τα φυσικά σύνορα, αλλά γκρεμίζει και τα τείχη που έχουν κτιστεί ανάμεσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι εργαζόμενοι ενωμένοι θα μπορούν να αγωνιστούν για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και ανισότητες γι’ αυτούς και τα παιδιά τους.
            Μέσα από την επίλυση του Κυπριακού θα υπάρξει άμεση αξιοποίηση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή ΑΟΖ, κάτι που φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί κάτω από συνθήκες διαίρεσης. Θα αυξηθούν οι επενδύσεις καθώς θα τερματιστεί η αβεβαιότητα της υφιστάμενης ρευστής πολιτικής κατάστασης. Μέσα από το άνοιγμα της τεράστιας αγοράς της Τουρκίας, θα ενισχυθούν οι τομείς των υπηρεσιών (π.χ. νομικές και ελεγκτικές υπηρεσίες) και της ναυτιλίας με τεράστιες προοπτικές όταν ανοίξουν τα λιμάνια της Τουρκίας στα υπό κυπριακή σημαία πλοία. Θα σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη στους τομείς της παιδείας και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που ήδη στο βόρειο τμήμα ακόμα και κάτω από συνθήκες μη αναγνώρισης τα πανεπιστήμια φιλοξενούν 80, 000 φοιτητές. Ο κατασκευαστικός τομέας που βρίσκεται ακόμα σε βαθιά ύφεση θα επανακάμψει άμεσα με το άνοιγμα της Αμμοχώστου.
            Αναμφίβολα τα πιο σημαντικά οφέλη αναμένονται μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, η ενωμένη Κύπρος είναι δυνατό να αντιμετωπίσει προβλήματα που μπορούν όμως να καταστούν διαχειρίσιμα. Ήδη έχει αποφασιστεί το δημόσιο χρέος της τ/κ πλευράς να μην αναληφθεί από το ομόσπονδο κράτος. Ακόμη ένας παράγοντας που θα αμβλύνει τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα είναι και η συνεισφορά των διεθνών δωρητών που θα καλύψουν ένα μέρος του αρχικού κόστους που θα προκύψει. Επίσης, με την επανένωση πολλές περιοχές στην Κύπρο θα ενταχθούν στα διαρθρωτικά προγράμματα χρηματοδότησης της Ε.Ε. μέχρι αυτές οι περιφέρειες να φτάσουν στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η εξοικονόμηση πόρων από την κατάργηση της Εθνικής Φρουράς και των τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι ένας άλλος πολύ σοβαρός παράγοντας που θα βοηθήσει ούτως ώστε να καταστεί το κράτος βιώσιμο από την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του.
            Χώρες και κοινωνίες που τους δόθηκε η ευκαιρία να επανενωθούν μετά από χρόνια διαχωρισμού και αντιπαράθεσης ουδέποτε άφησαν την ευκαιρία να χαθεί απλά και μόνο γιατί φοβηθήκαν το όποιο εφήμερο κόστος. Υπάρχουν λύσεις που ξεπερνούν τις προσωρινές δυσκολίες. Αυτό που χρειάζεται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ένας ψύχραιμος προγραμματισμός με τη σωστή ιεράρχηση των προτεραιοτήτων έχοντας κατά νου τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στο χρόνο.

15.  Πώς θα λειτουργεί η οικονομία;

            Η ομόσπονδη Κύπρος θα παραμείνει μέλος της Ε.Ε. και της ευρωζώνης και κατά συνέπεια η λειτουργία της εθνικής οικονομίας, τόσο σε δημοσιονομικό όσο και σε νομισματικό επίπεδο, υποχρεούται να ακολουθεί τις Συνθήκες και τους κανόνες λειτουργίας τους. Η οικονομική διαχείριση μέσα σ’ ένα ομόσπονδο κράτος κατανέμει τομείς ευθύνης μεταξύ των κρατιδίων και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Αυτή η βασική αρχή δεν αντιστρατεύεται την καθιέρωση μιας ενιαίας οικονομίας σε ολόκληρη την Κύπρο. Οι βασικές αρχές που ενοποιούν την οικονομία και που έχουν ήδη συμφωνηθεί να αποτελέσουν το βασικό οικονομικό οικοδόμημα της ομόσπονδης Κύπρου συνοψίζονται ως εξής:
1. Ελευθερία στη διακίνηση προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου. Καθιερώνεται δηλαδή η εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών κατοχυρώνοντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα σε όλους τους πολίτες να εργάζονται, να διαμένουν και να έχουν την επιχείρησή τους όπου επιθυμούν σε όλη την επικράτεια της Κύπρου χωρίς περιορισμούς.
2. Η καθιέρωση του ευρώ ως του κοινού νομίσματος της ομόσπονδης Κύπρου.
3. Μια Κεντρική Τράπεζα που θα ασκεί εποπτεία σε όλες τις εμπορικές τράπεζες εφαρμόζοντας την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην οποία θα υπάγεται.
4. Ενιαία νομοθεσία και κανονισμοί που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα.
5. Τα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων, συντάξεων και υγείας θα είναι ξεχωριστά, ενώ σταδιακά τα χαρακτηριστικά των δύο συστημάτων θα συγκλίνουν.
            Έχει επίσης συμφωνηθεί ήδη ένα Σύμφωνο Εσωτερικής Σταθερότητας, το οποίο θα διέπεται από ομοσπονδιακό νόμο και θα διασφαλίζει ότι συγκεκριμένοι κανόνες για δημοσιονομικό έλλειμμα, δημόσιο χρέος, δαπάνες και έσοδα θα εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης. Παράλληλα, προνοείται η υποχρέωση της κάθε μίας των πολιτειών να διασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα και καμία πολιτεία δεν θα καλείται να αποπληρώνει τις οικονομικές υποχρεώσεις που δημιουργεί η άλλη. Όλοι οι έμμεσοι φόροι θα επιβάλλονται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι άμεσοι φόροι από τις συνιστώσες πολιτείες, ενώ θέματα λειτουργίας του ανταγωνισμού θα ρυθμίζονται κεντρικά για όλη την επικράτεια της ομόσπονδης Κύπρου.
            Το Πανσυνδικαλιστικό Φόρουμ, στο οποίο εκπροσωπούνται όλα τα ε/κ και τ/κ συνδικάτα, έχει καταθέσει σειρά προτάσεων που προνοούν, μεταξύ άλλων, ενιαίες και συγκλίνουσες ρυθμίσεις στα θέματα εργατικής νομοθεσίας μισθών και συλλογικών συμβάσεων, ομοιόμορφη παροχή κοινωνικής πρόνοιας με ελεύθερη πρόσβαση στην υγεία και εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Πιο συγκεκριμένα, τονίστηκε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν θα επιτρέψει τυχόν φαινόμενα κοινωνικού dumping και ότι θα διεκδικήσει αξιοπρεπείς μισθούς σε ολόκληρη την επικράτεια της Ενωμένης Κύπρου. Επιπλέον, θέση του δικοινοτικού συνδικαλιστικού κινήματος με την οποία φαίνεται να έχουν δεσμευτεί οι ηγέτες, όπως αναφέρθηκε στη Βουλή (18/11/2016), είναι ότι, μετά από μια μεταβατική περίοδο που θα οριστεί, θα ενοποιηθούν τα συστήματα υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων των δυο κρατιδίων.

Διακοινοτικές σχέσεις, εθνικισμός και ταυτότητα στην επανενωμένη Κύπρο


16.  Πώς θα εμποδιστούν τυχόν επεισόδια εθνοτικής βίας μετά τη λύση;

            Αναμφίβολα υπάρχει η πιθανότητα εθνικιστικά/ακροδεξιά στοιχεία προερχόμενα είτε από τη μια είτε από την άλλη κοινότητα, να θέλουν να δημιουργήσουν επεισόδια με στόχο να δυναμιτίσουν τις προοπτικές επανένωσης και ειρηνικής συνύπαρξης. Αυτό είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο τόσο πριν όσο και μετά τη λύση. Ταυτόχρονα, όμως, μετά την αποδοχή και επικύρωση της συμφωνίας επανένωσης από την πλειοψηφία και στις δυο κοινότητες, η ανοχή σε τέτοιες συμπεριφορές θα είναι πολύ μικρότερη και δεν θα είναι εύκολο τέτοιες ενέργειες να εξαπλωθούν ή να μείνουν ατιμώρητες. Θεσμικά η εσωτερική ασφάλεια και η αποτροπή επεισοδίων εθνοτικής βίας θα είναι αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής αστυνομίας, που θα αποτελείται από στελέχη και από τις δυο κοινότητες στη βάση μιας συμφωνημένης αναλογίας. Αυτό το μεικτό σώμα θα δραστηριοποιείται ανεξάρτητα από τα αστυνομικά σώματα των κρατιδίων με σαφείς όρους εντολής. Σε ένα μεταβατικό στάδιο και για ένα χρονικό διάστημα μέχρις ότου εδραιωθούν οι νέες δομές, αποκλειστική αρμοδιότητα για την αποτροπή και αντιμετώπιση τυχόν περιστατικών εθνοτικής βίας θα έχει ειδική πολυεθνική δύναμη ασφάλειας που θα υπάγεται στον Ο.Η.Ε.
            Η καλύτερη ασπίδα που θα θωρακίσει την κοινωνία από αυτές τις ενέργειες είναι ο ίδιος ο λαός και η καθημερινότητα της συμβίωσης σε τουλάχιστον δυο δημογραφικά μειχτές πόλεις, τη Λευκωσία και την Αμμόχωστο. Ο αγώνας για επανένωση, ειρηνική συνύπαρξη και πρόοδο θα συνεχιστεί με καλύτερους όρους μετά την εγκαθίδρυση της ομοσπονδίας. Καθήκον όλων των προοδευτικών δυνάμεων είναι να περιφρουρήσουν την υπόθεση της ειρήνης με τη δημιουργία ενός ευρύτατου δημοκρατικού μετώπου, που με την καθημερινή δράση του θα υπερασπίζεται και θα στηρίζει το νέο ομοσπονδιακό σχήμα αποστερώντας από τα εχθρικά για την υπόθεση της ειρήνης στοιχεία και το παραμικρό λαϊκό έρεισμα.


17.  Η διχοτόμηση εγγυάται την ελληνικότητα της μισής Κύπρου;

            Είναι ψευδαίσθηση ότι η διχοτόμηση προστατεύει μακροπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα την ελληνικότητα των περιοχών κάτω από τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κ.Δ. είναι κράτος μέλος της Ε.Ε. και οι Τ/κ παραμένουν πολίτες της που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποφασίσουν αν το επιθυμούν να κατοικήσουν στα εδάφη που ελέγχει. Επιπλέον, χωρίς λύση του Κυπριακού το σύνορο μεταξύ βόρειας Κύπρου και Τουρκίας παραμένει ανοιχτό και εκτός του ελέγχου της Κ.Δ. Η διχοτόμηση, όπως και αν αυτή ρυθμιστεί, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να πάρει τη μορφή ενός ανυπέρβλητου τείχους, όπως κάποιοι φαντάζονται. Η Κύπρος, μέλος της Ε.Ε. και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, δεν μπορεί να μπει στον «γύψο» ως πολιτισμικός και/ ή εθνικός χώρος με παγιωμένα εθνικά και άλλα χαρακτηριστικά. Εξάλλου, η Κύπρος δεν υπήρξε ποτέ αποκλειστικά «ελληνική» είτε πριν είτε μετά το 1974. Αντιθέτως, ανέκαθεν αποτελούσε την πατρίδα ανθρώπων διαφορετικής καταγωγής οι οποίοι ζουν, εργάζονται και ενίοτε πολιτογραφούνται.
            Επιστροφή σε καθεστώς κλειστών οδοφραγμάτων δεν είναι δυνατή: άνθρωποι θα συνεχίσουν να διακινούνται ένθεν και ένθεν της γραμμής φέρνοντας μαζί τους τα ιδιαίτερα πολιτισμικά και άλλα χαρακτηριστικά τους, θα δημιουργούν νέες σχέσεις και εν δυνάμει νέους πολιτισμούς. Η εθνική και φυλετική «καθαρότητα» ενός τόπου παραπέμπει σε μισαλλόδοξα καθεστώτα και ιδεολογίες τα οποία απέτυχαν παταγωδώς συμπαρασύροντας την ίδια ώρα τους λαούς σε διενέξεις και καταστροφές. Η ελληνικότητα ως πολιτισμικό στοιχείο και ως εθνική ταυτότητα ανθρώπων της Κύπρου έχει περισσότερες δυνατότητες επιβίωσης, ανάπτυξης και προοπτικής σε συνθήκες ειρήνης και αρμονικής συνύπαρξης των κοινοτήτων, παρά σε συνθήκες απομόνωσης και εχθρότητας με το τουρκικό και το ισλαμικό στοιχείο της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες μπορεί να προκύψουν ως συνέπεια της διαιώνισης της διχοτόμησης.

18.  Δεν θα δημιουργηθεί κυπριακό έθνος μετά τη λύση;

            Η ιστορική εποχή της εθνογένεσης έχει παρέλθει. Δεν τίθεται τέτοιο θέμα και δεν μπορεί να τεθεί με αυτούς τους όρους η δημιουργία ενός νέου έθνους τον 21ο αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι υφιστάμενες εθνικές ταυτότητες είναι αναλλοίωτες ή αμετάβλητες. Ήδη η κυπριακότητα, είτε ως πολιτική συνείδηση είτε ως στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας, είναι διάχυτη ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες του νησιού και διαχρονικά κερδίζει έδαφος εις βάρος των εθνο-κεντρικών ταυτοτήτων και παρά τις συνθήκες διαίρεσης. Ενδεχομένως η λύση να αποτελέσει καταλύτη, ώστε αυτό να ενισχυθεί μέσα από την έμφαση στα κοινά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της Κύπρου παρά στα όσα ενδεχομένως τους διαχωρίζουν.
            Αυτό που έχει, όμως, ουσιαστική σημασία είναι η ανάπτυξη και εμπέδωση όχι ενός νέου έθνους, αλλά μιας ομοσπονδιακής αντίληψης της ολικής Κύπρου πέραν και πάνω από τις επί μέρους εθνο-κοινοτικές ταυτότητες. Κάτι που σε άλλες περιπτώσεις έχει περιγραφεί ως ένας συνταγματικός πατριωτισμός ή ως φεντεραλισμός – η πολιτική εκείνη δέσμευση των πολιτών να υπερασπιστούν το γενικό συμφέρον της χώρας και όχι το ειδικό συμφέρον ενός μέρους της. Είμαστε υπέρ μιας ανοικτής κυπριακότητας μετά τη λύση, η οποία θα βοηθήσει στην υπέρβαση κλειστών, συντηρητικών και μισαλλόδοξων αντιλήψεων περί έθνους. Σε κάθε περίπτωση απορρίπτουμε λογικές συγκρότησης «έθνους», οι οποίες αποκλείουν «άλλους» και κατασκευάζουν εσωτερικούς και/ ή εξωτερικούς «εχθρούς». 

Friday, December 16, 2016

Περί Αγκάρρας


Η Αγκάρρα είναι ένα διαδικτυακό σάιτ που ξεκίνησε σαν μια μικρή πρωτοβουλία 2 Κυπρίων να αναπτύξουν και προωθήσουν μια Μαρξιστική-Λεννιστική γραμμή που θα είχε αφετηρία αλλά και σημείο αναφοράς την Κύπρο, και για αυτό επέλεξαν και μια παλιά κυπριακή λέξη, την αγκάρρα (σύγκρουση) ως το όνομα τους. Όταν πρωτο-εμφανίστηκε η σελίδα φαινόταν να έχει μια φρεσκάδα και μια προοπτική και ήταν ενδιαφέρουσα ως μια απόπειρα να ανοίξει συζητήσεις σε διάφορα ζητήματα από μια πιο στρατευμένη οπτική με κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Βέβαια από την αρχή είχε ένα δογματικό ύφος και ένα κουκουέδικο στυλ και βλέμμα, αλλά έμπαινε ενίοτε στον κόπο να εξετάσει και κυπριακά ζητήματα και να κάτσει να σκεφτεί πέραν από τα εύκολα συνθήματα και έξω από τα γνώριμα νερά. Έχουν γραφτεί και φιλοξενηθεί κατά καιρούς αξιόλογα κείμενα στο σάιτ, και αυτός είναι και ο λόγος που το παρακολούθησα και εν μέρει που γράφω και αυτό το κείμενο.  

Δεν έχω σκοπό να κάνω κάποιο συνολικό απολογισμό, κριτική ή σχολιασμό της Αγκάρρας, αλλά να επισημάνω ότι η στάση που τηρεί σε σχέση με το κυπριακό και με το κίνημα ειρήνης-επανένωσης είναι επιεικώς απαράδεκτη, ανειλικρινής και αντιδραστική. Όχι επειδή δεν ενδιαφέρεται για την λύση του κυπριακού, επειδή δεν στηρίζει τις συνομιλίες ή επειδή δεν συμμετέχει στις δράσεις για την επανένωση της χώρας. Αυτό στο κάτω κάτω είναι και θέμα προτεραιοτήτων, άποψης, αντίληψης, ιδεολογίας κλπ. Είναι βέβαια προβληματικό μια αριστερή πολιτική ομάδα στην Κύπρο σήμερα να έχει τέτοια στάση αλλά δεν είναι αυτό το θέμα εδώ. Εξάλλου υπάρχουν και άλλες ε/κ αριστερές και αναρχικές φωνές και παρέες που στέκουν αμφίσημα ή προβληματικά ακόμα και σε αυτή τη συγκυρία. Λίγες μεν στην Κύπρο αλλά υπαρκτές. Αλλά ακόμα και αυτοί που, είτε από εθνοπληξία και σύγχυση, είτε από άκριτη αναπαραγωγή ανιστόρητων αποικιακών οπτικών και εθνοκεντρικών απωθημένων και φαντασιώσεων από τον ελληνικό αριστερό και αναρχικό χώρο, δεν πείθονται για την σημασία και την προοπτική της επανένωσης, δεν κάνουν αυτό που κάνει η Αγκάρρα.

Η Αγκάρρα ουσιαστικά υπό το προκάλυμμα μιας δήθεν «κριτικής στάσης» στο κυπριακό, με έμμεσο τρόπο αλλά σε συστηματική βάση και χωρίς να παίρνει ανοιχτή θέση για το πλαίσιο, την διαδικασία, το διακύβευμα, τους όρους και το περιεχόμενο της λύσης του κυπριακού, υπονομεύει με ειρωνείες, επιλεκτικές αναφορές, ισοπεδώσεις και υπερβολές, νοητικά άλματα και με ένα αλαζονικό και διδακτικό στυλάκι όχι μόνο την διαδικασία ειρήνευσης αλλά και τις όποιες προσπάθειες γίνονται σε επίπεδο κοινωνίας και κοινής γνώμης. Πρόκειται για μια τυχοδιωκτική στάση, απορριπτική ως προς την πολιτική της ουσία, αλλά χωρίς να αναλαμβάνει την ευθύνη της τοποθέτησης της. Μιας στάσης που πάει να μιμηθεί την πονηριά του Νίκου Κατσουρίδη και τον λαϊκισμό των Οικολόγων.

Το τελευταίο διάστημα βλέποντας την Αγκάρρα να αρνείται να σχολιάσει επί της ουσίας το κυπριακό και να πάρει και θέση, αλλά ταυτόχρονα να ειρωνεύεται και να χαρακτηρίζει ως αφέλεια, τύφλα και φαντασιοπληξία τις προσπάθειες διαμόρφωσης κλίματος μαζικής στήριξης και συμμετοχής στην διαδικασία της επανένωσης ή ακόμα και ως τρόπο εγκλωβισμού της κυπριακής αριστεράς και παγίδευσης της νεολαίας στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και την δεξιά κυβέρνηση, ζήτησα να μάθω την πολιτική θέση της Αγκάρρας. Προκάλεσα την Αγκάρρα να τοποθετηθεί ξεκάθαρα και να μιλήσει με πρακτικούς όρους για την επανένωση, την αριστερά και τον ρόλο της σε αυτή, τις προοπτικές και τους κινδύνους. Το μόνο που πήρα ήταν, μια δήλωση γενικής στήριξης στην ομοσπονδία αλλά με το «σωστό περιεχόμενο» και φυσικά το ότι η ελπίδα (για ένα σωστό περιεχόμενο) είναι αντεπαναστατικό πράγμα – μια στάση επί της ουσίας συμπαράταξης με το αριστερο-πατριωτικό αφήγημα, προϊόν ελληνικής εισαγωγής. Επειδή όμως υπάρχει κάπου η κατανόηση ότι «δαμέ εν Κύπρος» και άρα ότι οι ασυναρτησίες και οι αντι-ομοσπονδιακές κορώνες (όπως αυτές που εισάγονται αυτούσιες από την Ελλάδα) δεν περπατούν μέσα στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, η Αγκάρρα πάει να κάνει και κάτι άλλο. Να υπονοήσει ότι μπορεί να υπάρξει και δικοινοτικός αριστερός απορριπτισμός, ότι τάχα υπάρχουν και προοδευτικοί τ/κ που είναι ενάντια στην ομοσπονδία ή στην λύση του κυπριακού μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες. Αυτό στοχεύει βασικά στο να συντηρήσει και να ενισχύσει την αφηρημένη ρητορική αναφορά στους τ/κ που γίνεται από την ελληνική αριστερά και την μυθοπλαστική της αντίληψη για το κυπριακό. Είναι όμως ψέμα. Δεν υπάρχει καμιά οργάνωση ή συνδικάτο, ομάδα ή φωνή στον τ/κ προοδευτικό χώρο που να απορρίπτει την ομοσπονδία και την διαδικασία της επανένωσης. Ακόμα και οι πιο «επαναστατικές» τάσεις στην τ/κ εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που δοκίμασαν άλλοτε να εκμεταλλευτούν οι από εδώ απορριπτικοί, όπως ο χώρος γύρω από το Νέα Κύπρος, την Μπαράκα και την Σοσιαλιστική Αλήθεια (και τα διάδοχα της σταλινο-ειδή σχήματα από το KSP και μετά) έχουν όλοι στηρίξει και εργαστεί με διάφορους τρόπους για την επαναπροσέγγιση και την ομοσπονδιακή επανένωση και στο παρελθόν και σήμερα. Ακόμα και στα πλαίσια συμμαχιών, κινηματικών και εκλογικών, με δυνάμεις τις τ/κ θεσμικής αριστεράς περιλαμβανομένου πρόσφατα του ίδιου του Ακκιντζί και του κόμματος του. Μόνη εξαίρεση ίσως ο εκδότης της Αφρίκα, Σιενέρ Λεβέντ και η παρέα του. Διότι καμιά αριστερή δύναμη στην Κύπρο με σοβαρότητα, είτε ε/κ είτε τ/κ, όσες επιφυλάξεις και να έχει δεν αποδέχεται το στάτους κβο και σίγουρα δεν υπονομεύει συστηματικά την διαδικασία επανένωσης στη δημόσια σφαίρα, νομίζοντας ότι έτσι κάνει κριτική.


Λοιπόν, επειδή είπα ήδη πολλά θα κλείσω με το εξής: Η πολιτική κριτική προϋποθέτει μια πολιτική οντολογία – κανένας δεν μπορεί να στέκεται στον αέρα. Και η θεωρητική θέση προϋποθέτει μια διασαφήνιση των εννοιών που χρησιμοποιεί κάποιος καθώς και τα αναλυτικά τους όρια. Αλλιώς πρόκειται για υποκρισία και ανευθυνότητα, που εκφράζεται μέσα από ένα δήθεν ψαγμένο λόγο που ρίχνει ατάκες και βαρύγδουπες φράσεις και νομίζει ότι λέει σοφίες. Αυτό βέβαια δεν είναι αποκλειστικότητα της Αγκάρρας – διάφοροι δημοσιολόγοι το κάνουν. Όπως κάποιοι νομίζουν ότι λέγοντας ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιοσύνη, ή κυβερνητικότητα και Φουκώ τέλειωσαν το επιχείρημα τους, έτσι και η Αγκάρρα λέγοντας ιμπεριαλισμός και φιλελεύθερη ηγεμονία νομίζει ότι καθάρισε και δεν χρειάζεται να τοποθετηθεί για το τι, το πώς, το πότε και το γιατί και συχνά ούτε καν να καταλάβει το πού βρίσκεται. 

Monday, December 12, 2016

Σημειώσεις 54 – 12/12/2016

Η ανάλυση του ε/κ Όχι στο δημοψήφισμα του 2004 υπήρξε η πρώτη μου επιστημονική εργασία στα πλαίσια μεταπτυχιακής διατριβής στην Πολιτική Κοινωνιολογία. 
Ερμήνευσα τότε το πλειοψηφικό ε/κ Όχι στη βάση 4 αξόνων:
α) της διάχυτης ιδέας μιας ουσιαστικής ελληνικότητας της Κύπρου και άρα της πίστης σε ένα ανώτερο δικαίωμα/προνόμιο των ε/κ στη χώρα και απόρριψη της δικοινοτικής πολιτικής ισότητας 
β) του φόβου της Τουρκίας και ως προϊόν ιστορικού τραύματος και ως γεωπολιτική και δημογραφική απειλή
γ) του κόστους της λύσης που θα επωμίζονταν οι ε/κ ως η οικονομικά πιο εύρωστη κοινότητα
δ) της ευρωπαϊκής παραμέτρου που λειτουργούσε ως φαντασιακή θωράκιση της ε/κ κοινότητας και ενίσχυση της ε/κ θέσης
Και έγραφα το φθινόπωρο του 2004 ότι εσωτερικά στην ε/κ κοινότητα το δημοψήφισμα είχε δυο συνέπειες: α) την σχηματοποίηση του τι είναι και τι μπορεί να είναι η «λύση» πέραν από την αφηρημένη της πρόσληψη και τους ευσεβοποθισμούς και β) τη διάρρηξη της πολιτικής ενότητας των ε/κ σε επίπεδο κοινωνίας μέσα από την αποκρυστάλλωση δυο ισχυρών μειοψηφιών, των επανενωτικών και των διχοτομιστών και μιας σιωπηλής πλειοψηφίας που κάνει υπομονή και που δεν είναι δεδομένη ούτε για την επανένωση ούτε για την διχοτόμηση.




Σήμερα που στεκόμαστε, σε περίπτωση κατάληξης των συνομιλιών; Το σίγουρο είναι ότι η εποχή της αθωότητας έχει τελειώσει οριστικά και οι δυο μειοψηφίες των επανενωτικών και των διχοτομιστών έχουν ισχυροποιηθεί. Όμως ποια από τις δυο θα καταφέρει να πλειοψηφήσει; Δεν φαίνεται να υπήρξαν ουσιαστικές μεταβολές στους 2 πρώτους λόγους σε επίπεδο κοινής γνώμης – ίσως μια επιδείνωση της τουρκοφοβίας ως αποτέλεσμα της αυταρχικής στροφής του Ερτογάν τα τελευταία χρόνια. Όμως στους άλλους 2 λόγους φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές μεταβολές. Καθώς η εποχή της ε/κ ευμάρειας και των ευρω-ψευδαισθήσεων τελείωσε, για την πλειοψηφία η λύση σήμερα έχει περισσότερες οικονομικές προοπτικές παρά κινδύνους και η μη λύση περισσότερους κινδύνους παρά προσδοκίες ενίσχυσης της ε/κ θέσης. Αυτό σε συνάρτηση με το ότι θα έχουμε προϊόν συμφωνίας και όχι επιδιαιτησίας ενώπιον μας σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα, καθιστά την επικύρωση μιας πιθανής συμφωνίας σε δημοψήφισμα μια εφικτή προοπτική. 
Το αν αυτή θα πραγματοποιηθεί ή όχι όμως, θα εξαρτηθεί τελικά από τους ανθρώπους …που φτιάχνουν την δική τους ιστορία σε συνθήκες δοσμένες από το παρελθόν.

Monday, December 5, 2016

Ψήφο για μιαν Ενωμένη Λευκωσία

Ψηφίζω μόνο όταν κρίνω ότι υπάρχει κάποιος σημαντικός συμβολισμός σε μια διαδικασία. Θεωρώ ότι αυτό ισχύει σε αυτές τις δημοτικές εκλογές και λόγω προσώπων και λόγω συγκυρίας και λόγω της στάσης αυτών των προσώπων σε αυτή τη συγκυρία. Ο δήμος της Λευκωσίας μπορεί να γίνει κομβικό πεδίο στην διαδικασία της επανένωσης της χώρας, η προοπτική της οποίας φαίνεται να ξανανοίγει.

Ψήφο στον Παναγιώτη Σταυρινίδη για τη δημαρχία Λευκωσίας,

ψήφο στη Μαρία Εμμανουήλ για το δημοτικό συμβούλιο.

Thursday, December 1, 2016

Το παιχνίδι παίζεται ακόμη. Για τη διαδικασία ειρήνευσης στην Κύπρο

Γρηγόρης Ιωάννου
1η Δεκεμβρίου 2016

Η κατάρρευση των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού στο Μοντ Πελεράν ΙΙ, διέκοψε, προσωρινά ελπίζουμε, μια δυναμική που βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι άμεσες αρνητικές συνέπειες είναι:
α) η ενίσχυση των δυνάμεων του στάτους κβο στην Κύπρο, στα πλαίσια της εκ νέου επιβολής στο δημόσιο λόγο της «απαραίτητης εθνικής ενότητας» απέναντι στον εχθρό, με όλο τον αυταρχισμό που αυτό συνεπάγεται και
β) το πέρασμα της πρωτοβουλίας των κινήσεων για το Κυπριακό στις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας και άρα την κατ’ ευθείαν υπαγωγή του στο κάδρο των ελληνο-τουρκικών συμφερόντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανεξαρτησία και την αυτονομία της Κύπρου και των Κυπρίων συνολικά.
Παρά το ότι στη δημόσια σφαίρα κυριαρχούν τα θέματα των εγγυήσεων και το εδαφικό ως αιτίες μπλοκαρίσματος, στην ουσία αυτά αποτελούν απλώς αντανακλάσεις βαθύτερων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη διάταξη των δυνάμεων και του συσχετισμού ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδιαίτερα σε σχέση με τις ΑΟΖ και τους ενεργειακούς σχεδιασμούς. Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση, παρά τη δραματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, και ίσως με καταλύτη τη μνημονιακή πορεία στην οποία εξαναγκάστηκε το 2015, θεωρεί ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την πολιτική κρίση στην Τουρκία και την επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, έτσι ώστε να μεταβάλει την ισορροπία μέσα στο ΝΑΤΟ και να εξασφαλίσει κάποιο πλεονέκτημα στα θέματα της οριοθέτησης της ΑΟΖ της. Το Κυπριακό φαίνεται να προσεγγίζεται εργαλειακά ως προς αυτό τον σκοπό από το ελληνικό κράτος, με παρόμοιο τρόπο δηλαδή με αυτόν που επιχείρησε ανεπιτυχώς να κάνει το τουρκικό κράτος πριν από μια δεκαετία σε σχέση με την διαπραγμάτευσή του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η σκλήρυνση της στάσης της Ελλάδας, όμως, βρήκε άμεση ανταπόκριση από την Τουρκία που επέλεξε να σηκώσει το γάντι και να σκληρύνει και αυτή τη στάση της, προκαλώντας έτσι το ναυάγιο στις συνομιλίες. Αυτό σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν πρέπει να αθωώνει τους Αναστασιάδη και Ακιντζί, τόσο για τους χειρισμούς τους όσο και για τη δική τους στάση αδυναμίας αυτονόμησης και ετοιμότητας να κάνουν το απαραίτητο τολμηρό βήμα που χρειαζόταν στις συνομιλίες. Η δυναμική φαίνεται να έχει προς το παρόν χαθεί – ενδέχεται, όμως, οι εξελίξεις σε μερικούς μήνες να επιτρέψουν την επανέναρξη των συνομιλιών, καθότι μεσοπρόθεσμα δεν φαίνεται να συμφέρει σε κανένα η εκκρεμότητα, αν και διάφοροι τοπικοί, περιφερειακοί και διεθνείς παίχτες ενίοτε βολεύονται από αυτήν.
Βέβαια, η Κύπρος εκτός από οικόπεδο ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού είναι χώρα με λαό που παρά τον διακοινοτικό διαχωρισμό και τη διακοινοτική σύγκρουση, έχει και εμπειρία και άποψη για τα συμφέροντά του, και φυσικά κοινωνικές τάξεις, πολιτικές δυνάμεις και αυτόνομες δυναμικές. Το κυπριακό πρόβλημα έχει σημαντική εσωτερική διάσταση, συσσωρευμένη ιστορία και αποτελεί ένα σύνθετο ζήτημα που δεν μπορεί να προσεγγίζεται όπως συχνά γίνεται, ιδιαίτερα από τον ελληνικό ριζοσπαστικό χώρο, με απλοϊκά σχήματα, εύκολες αναλύσεις και συνθήματα. Κυρίως η επίλυση του Κυπριακού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στατικά και νομικίστικα, με τους όρους του παρόντος ανταγωνισμού, καθότι, αν και όταν επιτευχθεί συμφωνία και επικυρωθεί από δημοψηφίσματα, οι δυναμικές που θα δημιουργηθούν μέσα από τα γεγονότα και την πράξη των διαφόρων δρώντων θα μεταβάλουν τους όρους και τη μορφή τόσο του διακοινοτικού όσο και του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού ευρύτερα (βλ. http://chronos.fairead.net/establishing-the-ufc). Πιο σημαντικά, θα δημιουργηθεί χώρος δράσης για νέες δυνάμεις που θα επηρεάσουν το γίγνεσθαι της επανένωσης και της μετάβασης στο ομοσπονδιακό πλαίσιο, οι οποίες αυτή τη στιγμή είναι αντικειμενικά περιορισμένες από τη διχοτομική πραγματικότητα και την εθνική περιχαράκωση που αυτή επιβάλλει σε όλες τις σφαίρες της πολιτικής και της καθημερινότητας.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα δίπολα της μετεξέλιξης–παρθενογένεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της μεταβολής-κατάργησης της Συνθήκης Εγγυήσεων, παρά την επικοινωνιακή τους σημασία και το βάρος που μπορεί να έχουν αποκτήσει αυτή τη στιγμή στην κοινή γνώμη, είναι δευτερεύοντα επί της ουσίας. Η αγωνία π.χ. για τον συμβολισμό της «παρουσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας» στη διεθνή διάσκεψη επιπλέον της παρουσίας της ε/κ κοινότητας, έχει αντικειμενική σημασία για αυτούς που αναμένουν ή και οραματίζονται την κατάρρευση του ομοσπονδιακού κράτους. Δεν θα έπρεπε να έχει για αυτούς που θα εργαστούν για να μην καταρρεύσει. Από την άλλη, η συνθήκη Εγγυήσεως όπως και η συνθήκη Συμμαχίας είναι συνδεδεμένες με τη συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας[1]. Στην περίπτωση της Συνθήκης Εγγυήσεων η ελληνική και η ε/κ πλευρά αντιστρέφουν τη θέση τους στο δίπολο μετεξέλιξη/κατάργηση. Αυτά τα παιχνίδια από μια αριστερή σκοπιά έχουν σημασία απλώς ως αντανακλάσεις συσχετισμών και ανάδειξης των προθέσεων από τις δυνάμεις που διαπραγματεύονται ή/και που δεν θέλουν να διαπραγματευτούν.
Από μια αριστερή σκοπιά, το πρωτεύον είναι ο τερματισμός του παραλογισμού της ντε φάκτο διχοτόμησης και των συνεπαγομένων του και η διαμόρφωση συνθηκών ειρηνικής συνύπαρξης και σταδιακής ενοποίησης της χώρας και του λαού. Αυτό προϋποθέτει και συμφωνία και επικύρωσή της από δημοψηφίσματα. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχει διανυθεί δρόμος την τελευταία δεκαετία και ευτυχώς αποτράπηκαν τα χειρότερα (η συνομοσπονδιακή βάση, η μορφή της χαλαρής ομοσπονδίας, η παρουσία ή/και η εγγύηση της λύσης από ΝΑΤΟ αποκρούστηκαν προς το παρόν), ενώ σε μια σειρά από ζητήματα έχουν καταγραφεί συμφωνίες προς τη σωστή ενοποιητική κατεύθυνση, βελτιώνοντας ρυθμίσεις των σχεδίων Ανάν και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και της Ζυρίχης. Ενδεικτικά αναφέρω τις πλήρεις ελευθερίες από την αρχή, τις μικρές μεταβατικές περιόδους, το ενιαίο εργατικό δίκαιο, την ενοποίηση των συστημάτων υγείας και κοινωνικών ασφαλίσεων μετά από μια μεταβατική περίοδο, τους μηχανισμούς επίλυσης πολιτικών διαφορών χωρίς καταφυγή σε ανώτατο δικαστήριο με προεδρία ξένου δικαστή, τη σταθμισμένη και διασταυρούμενη ψήφο για την ομόσπονδη εκτελεστική εξουσία και άρα την υποχρεωτική συμμετοχή της μιας κοινότητας στις πολιτικές διεργασίες της άλλης.
Από την άλλη, το 2017 θα έχουν μεσολαβήσει 13 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2004, σχεδόν ακόμα μια γενιά έχει μεγαλώσει σε συνθήκες διχοτόμησης και, παρά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, στην πλειοψηφία της αποξενωμένη από τους ανθρώπους της άλλης κοινότητας, έχοντας καταναλώσει όλη τη δοσολογία του εθνικιστικού δηλητηρίου της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ, εδραιώνοντας μια κοσμοαντίληψη της «μιζέριας της μισής Κύπρου». Η γενιά που έχει ακόμα μνήμες συμβίωσης του παρελθόντος έχει σε μεγάλο βαθμό φύγει. Και παρά το ότι το άνοιγμα των οδοφραγμάτων του 2003 δημιούργησε μια σημαντική μερίδα ανθρώπων ιδιαίτερα στη Λευκωσία που έχει τακτικές επαφές με ανθρώπους από την άλλη κοινότητα σε κοινωνικό επίπεδο, η μεγάλη πλειοψηφία, ιδιαίτερα στην ε/κ κοινότητα δεν έχει αναπτύξει ούτε διακοινοτικές σχέσεις ούτε αντίληψη της ολικής Κύπρου. Όμως, από την άλλη, και αυτοί που υποστηρίζουν τη διχοτόμηση δεν έχουν ούτε πλειοψηφήσει ούτε ηγεμονεύσει, και στη συντριπτική τους πλειοψηφία στην ε/κ κοινότητα δεν τολμούν (ακόμα) να εκφράσουν ανοιχτά την προτίμησή τους για τον υφιστάμενο διαχωρισμό και προβάλλουν απλώς φαντασιώσεις ενιαίου κράτους, παρά να αναλάβουν την ευθύνη της στήριξης της διχοτόμησης. Στην ουσία, το ενιαίο κράτος που επικαλούνται οι διάφοροι απορριπτικοί (δεξιοί στην Κύπρο και δεξιοί και αριστεροί στην Ελλάδα) βασίζεται σε μια εθνοτική λογική που μέσα από την απόρριψη της ομοσπονδιακής δομής και της διζωνικότητας προσπαθεί να αναιρέσει την πολιτική ισότητα των κοινοτήτων και άρα να επιβάλει την κυριαρχία της ε/κ κοινότητας. Και αφού το ενιαίο κράτος είναι ανέφικτο, τότε η θέση αυτή αρκείται στη ντε φάκτο διχοτόμηση, κατά το πρόταγμα «Κύπρος ελληνική, έστω και μισή» (βλ. https://falies3.wordpress.com/2010/09/23/3586/ ).
Η συγκυρία δεν έχει ακόμα παρέλθει – υπάρχει ακόμα περιθώριο να σημειωθούν θετικές εξελίξεις εντός των επόμενων μηνών. Υπάρχει η δυνατότητα να κλείσουν άμεσα τα εσωτερικά ζητήματα του εδάφους των δυο κρατιδίων και της εκτελεστικής εξουσίας, στα οποία οι δυο πλευρές έχουν στην ουσία συμφωνήσει αλλά δεν τολμούν ακόμα να το παραδεχτούν έτσι ώστε να προχωρήσουν στην τελική φάση. Η εκ περιτροπής προεδρία, από τη στιγμή που συνδυάζεται με τη διασταυρούμενη ψήφο και η υπαγωγή της Μόρφου στην ελληνοκυπριακή διοίκηση, από τη στιγμή που συνδυάζεται με ειδικές ρυθμίσεις για τους σημερινούς κατοίκους της για να αποφευχθούν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού, πρέπει να κλείσουν έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις πιο δύσκολες πτυχές που παραμένουν ανοιχτές: την ασφάλεια και τις μεταβατικές περιόδους της εφαρμογής της συμφωνίας.
Όσον αφορά τα πραγματικά σύνθετα θέματα του πλαισίου ασφάλειας και της εφαρμογής της συμφωνίας, από μια αριστερή σκοπιά είναι σημαντικό να ξεκαθαριστούν τα εξής: α) η όποια συμφωνία επιτευχθεί είτε σήμερα στη βάση της ομοσπονδίας είτε αργότερα, αν επικρατήσουν οι απορριπτικές λογικές, στη βάση της διχοτόμησης θα βασίζεται σε κάποιου είδους συμβιβασμό και στις διεθνείς αλλά και στις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, β) η μοναδική εγγύηση για την ασφάλεια των Κυπρίων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) δεν μπορεί παρά να είναι βασισμένη στη σύσφιξη των σχέσεων των ανθρώπων από τις δυο κοινότητες. Και για το χτίσιμο αυτών των σχέσεων σε μαζικό επίπεδο, πέραν από τους πρωτοπόρους του κινήματος της επαναπροσέγγισης που εργάζονται για αυτό από τα τέλη της δεκαετίας του 80, χρειάζεται να στηθεί το ομοσπονδιακό κράτος, να λειτουργήσει ομαλά και να μην αφεθούν οι εθνικιστικές μειοψηφίες στην Κύπρο ή οι ανταγωνισμοί του ελληνικού και του τουρκικού κράτους να προκαλέσουν εντάσεις.
Ιδιαίτερα στη σύντομη μεταβατική περίοδο, είναι αναπόφευκτη η παρουσία κάποιου είδους διεθνούς δύναμης που θα έχει υπό την επίβλεψη της την εφαρμογή  της συμφωνίας και την ευθύνη αποτροπής τυχόν περιστατικών εθνοτικής βίας που μπορεί να επιχειρηθούν από εκατέρωθεν φασιστικές ομάδες. Και αυτό αιτιολογείται όχι μόνο από το ιστορικό τραύμα των Τουρκοκυπρίων της περιόδου 1963-74 (και την εμπέδωση του τις επόμενες δεκαετίες), αλλά και από την αδυναμία και απροθυμία της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο από το 1964, και της τ/κ διοίκησης να καταδικάσουν τη διακοινοτική βία και να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης έστω και έναν από τους μετέχοντες σε αυτή. Επιπλέον, η Κυπριακή Δημοκρατία αποδείχτηκε απρόθυμη και ανίκανη να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δεκάδες επιθέσεις και τραμπουκισμούς που έγιναν από φασιστικά στοιχεία στις περιοχές που ελέγχει, εναντίον αυτοκινήτων Τουρκοκυπρίων από το 2003 που άνοιξαν τα οδοφράγματα μέχρι σήμερα.
Μεσοπρόθεσμα, όμως, αυτό που χρειάζεται να οικοδομηθεί μαζί με το ομοσπονδιακό κράτος είναι και μια ομοσπονδιακή πολιτική συνείδηση βασισμένη στην ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων από τις δυο κοινότητες. Αυτή είναι και η προϋπόθεση να διεκδικηθεί από κοινού η πλήρης ανεξαρτησία της χώρας και η κατάργηση των βρετανικών βάσεων και να ανατραπεί η επιρροή του τουρκικού κράτους στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο: η ενδυνάμωση των δια-κοινοτικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων στο πεδίο της καθημερινότητας και της κοινωνικο-οικονομικής ζωής. Και αυτό θα γίνει μέσα από την ομοσπονδιακή επανένωση καθώς οι Κύπριοι δεν θα έχουν πλέον απλά ένα κοινό κράτος αλλά και δυο δημογραφικά μικτές πόλεις, την Λευκωσία και την Αμμόχωστο, στις οποίες θα δοκιμαστεί και θα αναπτυχθεί η πραγματικότητα και η αντίληψη της ενωμένης Κύπρου, κοινής πατρίδας των ανθρώπων της.
Η φωτογραφία είναι από τη δικοινοτική συγκέντρωση στήριξης των συνομιλιών στη νεκρή ζώνη, στο γήπεδο της Τσετίγκ Καγιά, στις 21.11.2016.
________________
[1] Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1959 στη βάση των τριών συνθηκών (Εγκαθίδρυσης, Εγγυήσεως και Συμμαχίας) μεταξύ της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας και εκπροσώπων της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας στη Ζυρίχη και το Λονδίνο. Με αυτές τις συνθήκες τερματίστηκε η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ και αποσύρθηκε η Βρετανία ως αποικιακή δύναμη από τη Κύπρο, διατηρώντας όμως δυο κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις.